ενθουσιάζω

ενθουσιάζω
(AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, -άω)
νεοελλ.
1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη»)
2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου»)
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος
αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση ενθουσιασμού ή υπερβολικής ευχαρίστησης («φύγαμε από το σπίτι του ενθουσιασμένοι»)
αρχ.
1. είμαι ένθεος, ενθουσιασμένος ή θεόληπτος, βρίσκομαι σε έκσταση («ἀλλὰ φύσει τινὶ καὶ ἐνθουσιάζοντες, ὥσπερ οἱ θεομάντεις», Πλάτ.)
2. εμπνέω κάτι σε κάποιον
3. (μτχ. παθ. ενεστ.) ἐνθουσιαζόμενος
φρενοβλαβής, μανιακός, παράφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ενθουσιάζω, που απαντά στον αττικό πεζό λόγο, προήλθε από το ενθεάζω (< ένθεος) πιθ. κατά τα ρήματα σε -σιάζω (θυσιάζω κ.ά.), ενώ ο τ. ενθουσιάω, -ώ σχηματίστηκε πιθ. κατά τα ρήματα σε -ιάω, δηλωτικά ασθένειας ή πάθους. Το -ου- τού τ. προήλθε με συναίρεση τού -θεο
πρβλ. ένθους αντί ένθεος στον μτγν. πεζό λόγο. Το ρ. ενθουσιάζομαι σήμαινε στην Αρχαία «εμπνέομαι ή κατέχομαι από τον θεό, βρίσκομαι σε έκσταση ή κατάσταση παραφοράς που προέρχεται από πάθος». Σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις υπερβολικής χαράς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐνθουσιάζω — to be inspired pres subj act 1st sg ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθουσιάζω — ενθουσιάζω, ενθουσίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενθουσιάζω — ενθουσίασα, ενθουσιάστηκα, ενθουσιασμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ενθουσιώδη, του μεταδίνω ενθουσιασμό: Ο λόγος του ενθουσίασε τα πλήθη. 2. προκαλώ σε κάποιον χαρά, ευχάριστο συναίσθημα: Η πρότασή σου δε μ ενθουσιάζει. 3. το μέσ., ενθουσιάζομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνθουσιαζόντων — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act masc/neut gen pl ἐνθουσιάζω to be inspired pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθουσιάζει — ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind mp 2nd sg ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθουσιάζον — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act masc voc sg ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθουσιάζουσι — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθουσιάζουσιν — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθουσιαζομένοις — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθουσιαζούσαις — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”